μεσιδιώ

μεσιδιώ
μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, -όω (Α) [μεσίδιος]
καταθέτω μεσεγγύημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσιδίῳ — μεσίδιον object deposited neut dat sg μεσίδιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσειδιώ — μεσειδιῶ, όω (Α) βλ. μεσιδιώ …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”